- σορώϊον
- σορώϊον, τό,A cerecloth, PHib.1.67.14, al. (iii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σορώϊον — τὸ, Α ύφασμα επικαλυμμένο με κερί το οποίο χρησιμοποιούνταν ως σάβανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σορός. Κατά μία άποψη, το επίθημα ώϊον προήλθε από τον τ. μνώιον, αιγυπτιακή λ. που σημαίνει ένα είδος δοχείου] … Dictionary of Greek